Παχυσαρκία

Παθοφυσιολογία της Παχυσαρκίας

Τα άτομα με παχυσαρκία ζουν με μια ασθένεια, όχι με μια επιλογή τρόπου ζωής. Η παχυσαρκία συνοδεύεται από σωματικά, ψυχικά και συναισθηματικά εμπόδια.

Είναι καιρός να αντιμετωπίσουμε τις εσφαλμένες αντιλήψεις, να εξαλείψουμε το στίγμα και να φανταστούμε ένα καλύτερο μέλλον για τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο που ζουν με αυτήν την ασθένεια.

Η παχυσαρκία είναι μια νόσος.
Η ντροπή δεν έχει θέση σε αυτή.

Τα άτομα με παχυσαρκία αντιμετωπίζουν προκατάληψη και στίγμα που μπορεί να τους εμποδίσει να λάβουν την κατάλληλη φροντίδα που χρειάζονται για τη θεραπεία και τη διαχείριση της παχυσαρκίας τους.2

Μπορεί να έχετε ακούσει φράσεις όπως «Η παχυσαρκία είναι μια επιλογή τρόπου ζωής» ή «Το βάρος είναι απλώς θέμα πρόσληψης και κατανάλωσης θερμίδων» ή «Μια δίαιτα x θερμίδων θα οδηγήσει σε x κιλά απώλειας βάρους».

Αυτές είναι κοινές παρανοήσεις που υπονομεύουν τη σύνθετη παθοφυσιολογία της παχυσαρκίας. Η παχυσαρκία είναι μια χρόνια προοδευτική ασθένεια με αυξανόμενο επιπολασμό σε όλο τον κόσμο.3

Τί συμβαίνει στην πραγματική ζωή;

Ενώ είναι αλήθεια ότι η ισορροπία μεταξύ ενεργειακής πρόσληψης και ενεργειακής δαπάνης καθορίζει εάν θα πάρουμε ή θα χάσουμε βάρος, αυτή η ισορροπία εξαρτάται από πολύ περισσότερα από την πρόσληψη τροφής και τη σωματική δραστηριότητα.4,5

Μελέτες έχουν δείξει ότι πολλοί παράγοντες πέρα από τον έλεγχό μας μπορούν να επηρεάσουν το βάρος και τις αντιδράσεις του σώματός μας στη διατροφή και τη δραστηριότητα. Αυτοί οι παράγοντες μπορεί να περιλαμβάνουν4,5:

Περιβαλλοντικούς παράγοντες και παράγοντες τρόπου ζωής

Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες και οι παράγοντες του τρόπου ζωής σε συνδυασμό με τη γενετική ευαισθησία στην παχυσαρκία αντιπροσωπεύουν την πιο κοινή αιτιολογία της παχυσαρκίας.6

• Κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε δεκαετιών, υπήρξε δραματική αύξηση της ενεργειακής πρόσληψης, λόγω της μεγαλύτερης διαθεσιμότητας τροφίμων πτωχών σε θρεπτικά συστατικά, εξαιρετικά επεξεργασμένων και υψηλής ενέργειας, λόγω του αυξημένου μεγέθους μερίδων, της αυξανόμενης έκθεσης σε διαφημίσεις για τρόφιμα καθώς και λόγω έλλειψης προσβασιμότητας σε υγιεινές επιλογές τροφίμων.6

• Παράλληλα, υπήρξε μείωση της σωματικής δραστηριότητας κυρίως λόγω της ανάπτυξης νέων τεχνολογιών που οδηγούν σε μια πιο καθιστική συμπεριφορά.7

Αυτοί οι παράγοντες, σε συνδυασμό, έχουν συμβάλει στη δημιουργία ενός παχυσαρκιογόνου περιβάλλοντος από το οποίο πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να ξεφύγουν.

Ορμονικές διαταραχές

Η αύξηση βάρους σε ορισμένα άτομα μπορεί να σχετίζεται με ορμονικές διαταραχές.

• Οι ορμονικές διαταραχές που σχετίζονται με ορισμένες ενδοκρινικές παθήσεις (υποθυρεοειδισμός , σύνδρομο Cushing, σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, υπογοναδισμός, ανεπάρκεια αυξητικής ορμόνης, υποθάλαμος ή ινσουλίνωμα) μπορεί να επηρεάσουν την πρόσληψη τροφής και την ενεργειακή δαπάνη και να οδηγήσουν σε αύξηση βάρους.8

• Η αύξηση του βάρους και η αλλαγή στην κατανομή του κοιλιακού λίπους μπορεί επίσης να προκληθούν από φυσιολογικές ορμονικές αλλαγές, όπως η μείωση των οιστρογονικών επιπέδων που παρατηρείται στην εμμηνόπαυση.9

Έλλειψη ύπνου και διαταραχή του κιρκάδιου ρυθμού

Ανεπάρκεια ύπνου και διαταραχή του κιρκάδιου ρυθμού

Στοιχεία από μελέτες σε ζώα και ανθρώπους υποδεικνύουν μια συσχέτιση μεταξύ της ανεπάρκειας ύπνου και της αύξησης του σωματικού βάρους, ειδικά της συσσώρευσης σπλαχνικού λίπους.10 Η έλλειψη ύπνου μπορεί να οδηγήσει σε ορμονικές διαταραχές που αυξάνουν την όρεξη , μειώνουν την ενεργειακή δαπάνη και προκαλούν μεταβολές στο μεταβολισμό του σακχάρου.11 Οι εργαζόμενοι σε νυχτερινές βάρδιες ενδέχεται να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης παχυσαρκίας .12 Αλλά και αντίστροφα, ο αυξημένος λιπώδης ιστός έχει επίσης συνδεθεί με διαταραχή του κιρκάδιου συστήματος.

Ψυχολογικούς παράγοντες

Η παχυσαρκία και ψυχολογικά ζητήματα όπως το στρες, το άγχος και η κατάθλιψη είναι στενά συνδεδεμένα.

Σύμφωνα με μια μετα-ανάλυση μελετών που διεξήχθησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο κατάθλιψης, ενώ και η κατάθλιψη αυξάνει τον κίνδυνο παχυσαρκίας.13 Τα άτομα με κατάθλιψη μπορεί να έχουν δυσκολία στον έλεγχο της κατανάλωσης τροφής , στην άσκηση και στη διατήρηση ενός υγιούς βάρους .14,15

Οι βιολογικές δυσλειτουργίες που παρατηρούνται στην κατάθλιψη έχουν μεταβολικές συνέπειες που μπορεί να επηρεάσουν την ενεργειακή ομοιόσταση και να προωθήσουν την αύξηση του σωματικού βάρους.16

Χρήση φαρμάκων που μπορεί να προκαλέσουν αύξηση βάρους

Φάρμακα

Ορισμένα φάρμακα μπορεί να προκαλέσουν αύξηση βάρους. Αυτά τα φάρμακα για τον Σακχαρώδη Διαβήτη περιλαμβάνουν φάρμακα διαβήτη (όπως η ινσουλίνη), αντικαταθλιπτικά, αντιψυχωσικά, φάρμακα κατά των επιληπτικών κρίσεων, κορτικοστεροειδή, αντιισταμινικά. Οι μηχανισμοί αύξησης βάρους περιλαμβάνουν αυξημένη όρεξη, αυξημένη αποθήκευση λίπους ή/και επιβράδυνση του μεταβολισμού.17

Γενετικούς παράγοντες

Αν και ο τρόπος ζωής έχει συμβάλει σημαντικά στην ταχεία αύξηση του επιπολασμού της παχυσαρκίας, η κληρονομικότητα παίζει σημαντικό ρόλο στην ανταπόκριση των ατόμων στο παχυσαρκιογόνο περιβάλλον.18

Τα μονοζυγωτικά δίδυμα έχουν πολύ παρόμοιο βάρος.19 Εάν έχουν παχυσαρκία, γενικά και οι δύο έχουν παχυσαρκία – αν είναι λεπτοί, είναι γενικά και οι δύο λεπτοί. Αυτό συμβαίνει ακόμα και αν μεγαλώσουν σε διαφορετικό περιβάλλον (όπως σε περιπτώσεις υιοθεσίας), πράγμα που επιβεβαιώνει ότι υπάρχει μια πολύ ισχυρή γενετική προδιάθεση για παχυσαρκία.

Έχουν ανακαλυφτεί περισσότερες από 900 γενετικές παραλλαγές σε όλο το γονιδίωμα, που συνδέονται με την παχυσαρκία.20 Σύμφωνα με μελέτες, η παχυσαρκία κληρονομείται σε ποσοστά που κυμαίνονται μεταξύ 40 και 70%.18

Ωστόσο, ένας αριθμός ανθρώπων με αυτές τις γενετικές παραλλαγές , δεν αναπτύσσει παχυσαρκία, καθώς μη γενετικοί παράγοντες όπως η σωματική δραστηριότητα μπορούν να εξουδετερώσουν ή να μετριάσουν τις επιπτώσεις γενετικών παραγόντων.21,8

 

 

Αν σκεφτούμε πόση ποικιλία υπάρχει από μέρα σε μέρα τόσο στην ποσότητα όσο και στα είδη των τροφίμων που τρώμε καθώς και στη σωματική δραστηριότητα που κάνουμε, το σωματικό μας βάρος στην ενήλικη ζωή παραμένει αξιοσημείωτα σταθερό με την πάροδο του χρόνου. Αυτό δείχνει ότι με κάποιο τρόπο υπάρχει ισορροπία μεταξύ της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης και της ενεργειακής μας δαπάνης.

Στην πραγματικότητα, αυτή η ισορροπία εξαρτάται από πολύ περισσότερα από την απλή πρόσληψη τροφής από τη μία πλευρά και τη σωματική δραστηριότητα από την άλλη.4,5 Η σχετική σταθερότητα του σωματικού βάρους εξαρτάται από τη διατήρηση του ενεργειακού ισοζυγίου, το οποίο προκύπτει από τη συνεχή και πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ ενεργειακής πρόσληψης, ενεργειακής δαπάνης και αποθήκευσης ενέργειας. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται ενεργειακή ομοιόσταση και ρυθμίζεται από ένα πολύπλοκο δίκτυο ορμονών και νευρικών σημάτων, που «ενημερώνουν» τον εγκέφαλο για τις ενεργειακές ανάγκες του σώματος.22

Η ενεργειακή ομοιόσταση αποτελείται από τρεις κρίσιμες συνιστώσες23:

Ενεργειακή πρόσληψη 

Η ενέργεια παρέχεται από την τροφή με τη μορφή θερμίδων και τροφοδοτεί τις εσωτερικές λειτουργίες του σώματος: επισκευάζει, χτίζει και διατηρεί τα κύτταρα και τους ιστούς. Επιπλέον, υποστηρίζει τις εξωτερικές δραστηριότητες που επιτρέπουν την αλληλεπίδραση με τον φυσικό κόσμο.

Οι πρωτεΐνες, τα λίπη και οι υδατάνθρακες, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής μας, διασπώνται σε μικρότερα μόρια πριν μπορέσουμε να τα χρησιμοποιήσουμε. Αυτά τα μικρά μόρια είτε χρησιμοποιούνται ως πηγή ενέργειας αμέσως, είτε αποθηκεύονται για μελλοντική χρήση. Πάνω από το 90% της ενέργειας αποθηκεύεται στον λιπώδη ιστό. Αυτό καθιστά τον λιπώδη ιστό ένα ενδοκρινικό όργανο εξαιρετικά σημαντικό για την ενεργειακή ομοιόσταση.

Ενεργειακή δαπάνη 

Η συνολική ημερήσια ενεργειακή δαπάνη είναι ο αριθμός των θερμίδων που καίμε κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 24 ωρών. Η πλειοψηφία της συνολικής ημερήσιας ενεργειακής δαπάνης καθορίζεται από τον βασικό μεταβολικό ρυθμό του ατόμου (Β.Μ.R.), που ορίζεται ως ενέργεια που καταναλώνεται από ένα άτομο σε ηρεμία. Ο βασικός μεταβολικός ρυθμός αποτελεί περίπου το 60% της συνολικής ημερήσιας ενεργειακής δαπάνης του μέσου ατόμου.24,25

Το υπόλοιπο 40% της συνολικής ημερήσιας ενεργειακής δαπάνης του μέσου ατόμου αποτελείται από την ενεργειακή δαπάνη σε κατάσταση μη ηρεμίας, η οποία καθορίζεται από διάφορες συνιστώσεις. Αυτές οι συνιστώσες είναι:

  1. η ενέργεια που καταναλώνεται κατά τη διάρκεια της δομημένης άσκησης (π.χ. περπάτημα, τρέξιμο, κολύμβηση κλπ), γνωστή ως θερμογένεση δραστηριότητας άσκησης,
  2. η ενέργεια που δαπανάται κατά τη διάρκεια καθημερινών σωματικών δραστηριοτήτων (μη προγραμματισμένη σωματική δραστηριότητα, όπως οι δουλειές στο σπίτι, η μετακίνηση από αίθουσα σε αίθουσα στο χώρο εργασίας κ.λπ.), γνωστή ως θερμογένεση δραστηριότητας χωρίς άσκηση και
  3. η θερμική επίδραση των τροφίμων.24, 25

Η ενεργειακή δαπάνη ποικίλλει ανάλογα με το άτομο και μπορεί να μετρηθεί.26

Αποθήκευση ενέργειας

Η αποθήκευση ενέργειας είναι μια ακόμα σημαντική συνιστώσα που συμβάλλει στην ενεργειακή ομοιόσταση. Όπως προαναφέρθηκε, υπάρχουν ορμόνες στο σώμα που ενημερώνουν τον εγκέφαλο πόση ενέργεια είναι αποθηκευμένη και διαθέσιμη στο σώμα. Όταν υπάρχει μειωμένη διαθεσιμότητα ενέργειας, ο εγκέφαλος δίνει σήμα στο σώμα να αυξήσει την πρόσληψη τροφής.22

Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η διατροφική πρόσληψη ενέργειας που απαιτείται για τη διατήρηση της ενεργειακής ομοιόστασης, ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, το μέγεθος του σώματος, γενετικούς παράγοντες, τη σωματική δραστηριότητα και τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος.27 Πολλαπλοί βιολογικοί μηχανισμοί που περιλαμβάνουν τον εγκέφαλο, το γαστρεντερικό σωλήνα, το ήπαρ, το πάγκρεας και τον λιπώδη ιστό, συνεργάζονται στενά για να εξασφαλίσουν ότι τα άτομα λαμβάνουν τις θερμίδες που απαιτούνται για τη διατήρηση της ενεργειακής τους ομοιόστασης, ως εξής:28

Τα περιφερειακά σήματα από τα ανωτέρω όργανα και συστήματα «αναφέρουν» την ενεργειακή κατάσταση του σώματος (τα επίπεδα ενέργειας) στον εγκέφαλο, ο οποίος με τη σειρά του στέλνει σήματα για αύξηση ή μείωση της πρόσληψης τροφής.

O εγκέφαλος είναι τελικά ο κύριος ρυθμιστής της πρόσληψης τροφής. Αυτός θα καθορίσει το μέγεθος και τη διάρκεια του γεύματος, το διάστημα μέχρι το επόμενο γεύμα και την ποσότητα τροφής που καταναλώνεται κατά τη διάρκεια μιας ημέρας ή αρκετών ημερών, εβδομάδων ή μηνών.

Η πείνα, ο κορεσμός και η όρεξη παίζουν κρίσιμο ρόλο στην ενεργειακή ομοιόσταση και αποτελούν μέρος του ευρύτερου ενεργειακού ισοζυγίου στο σώμα.

Η πείνα μπορεί να οριστεί ως η οδυνηρή αίσθηση ή κατάσταση αδυναμίας, που προκαλείται από την ανάγκη για φαγητό. Η πείνα είναι ένα σήμα από το σώμα ότι χρειάζεται τροφή για ενέργεια.

Ο κορεσμός είναι ένα αίσθημα πληρότητας ή ικανοποίησης. Μπορεί να οριστεί ως η κατάσταση λήψης τροφής ή ικανοποίησης, πέραν της ποσότητας.

Η όρεξη δεν είναι το ίδιο πράγμα με την πείνα. Αναφέρεται σε ενδιαφέρον ή επιθυμία για φαγητό. Ένα άτομο μπορεί να έχει όρεξη ακόμη και αν το σώμα του δεν δείχνει σημάδια πείνας και αντίστροφα. Λέγεται συχνά ότι η όρεξη κάποιου μπορεί να υπερισχύσει της πείνας και της πληρότητάς του.

Όσον αφορά στην ενεργειακή πρόσληψη, ο εγκέφαλος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της πρόσληψης τροφής ως απόκριση σε διαφορετικά σήματα περιφερικού κορεσμού.13 Για παράδειγμα, η επιθυμία για φαγητό σηματοδοτείται εν μέρει μέσω της αύξησης της ορμόνης της πείνας καθώς και των χαμηλών επιπέδων ορμονών κορεσμού.19 Αντίθετα, μετά την κατανάλωση τροφής, οι ορμόνες κορεσμού αυξάνονται και η ορμόνη πείνας μειώνεται, γεγονός που με τη σειρά του σηματοδοτεί στο εγκέφαλο ότι η διαθέσιμη ενέργεια είναι υψηλή.
Το τελευταίο έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται η όρεξη και να αυξάνεται η ενεργειακή δαπάνη.

Συμπερασματικά, η ενεργειακή ομοιόσταση επιτυγχάνεται με την επικοινωνία μεταξύ του εγκεφάλου, του εντέρου, του λιπώδους ιστού και άλλων οργάνων, μέσω σηματοδότησης με ορμόνες και νεύρα, η οποία τελικά οδηγεί στην ισορροπία μεταξύ της ενεργειακής πρόσληψης, της ενεργειακής δαπάνης και της αποθήκευσης ενέργειας.

Ενώ η απώλεια της ενεργειακής ισορροπίας που προάγει την αύξηση του σωματικού βάρους μπορεί να οφείλεται εν μέρει σε υπερβολική θερμιδική πρόσληψη ή / και μειωμένη ενεργειακή δαπάνη, αυξανόμενα στοιχεία υποστηρίζουν ότι τα συστήματα που ρυθμίζουν το ενεργειακό ισοζύγιο μεταβάλλονται σε άτομα με παχυσαρκία. Αυτή η διαταραχή μπορεί να οδηγήσει σε αποθήκευση λίπους με ανθυγιεινούς τρόπους γύρω από διάφορα όργανα του σώματος και να αυξήσει τον κίνδυνο επιπλοκών που σχετίζονται με την παχυσαρκία.

Προκλήσεις για την επίτευξη απώλειας βάρους και τη διατήρηση ενός υγιούς βάρους

Λόγω όλων των πλεονεκτημάτων της απώλειας βάρους, τα άτομα με υπερβολικό βάρος ή παχυσαρκία ενθαρρύνονται πάντα να χάσουν βάρος. Η θεραπεία της παχυσαρκίας είναι εξατομικευμένη. Οι τροποποιήσεις στον τρόπο ζωής, συμπεριλαμβανομένων των διατροφικών και συμπεριφορικών αλλαγών και της αυξημένης σωματικής δραστηριότητας, είναι εξαιρετικά σημαντικά βήματα για την απώλεια βάρους, αλλά συχνά ανεπαρκή από μόνα τους. Και αυτό, γιατί πολλοί ενήλικες με παχυσαρκία που προσπαθούν να χάσουν βάρος με δίαιτα και άσκηση μπορεί πράγματι να το επιτύχουν βραχυπρόθεσμα, ωστόσο, η διατήρηση αυτής της απώλειας βάρους με την πάροδο του χρόνου, είναι συνήθως η πιο δύσκολη.

Στην πραγματικότητα, σε μια μετα-ανάλυση 29 μελετών απώλειας βάρους, περισσότερο από το 50% του χαμένου βάρους ανακτήθηκε μέσα σε 2 χρόνια και περισσότερο από το 80% του χαμένου βάρους ανακτήθηκε μέσα σε 5 χρόνια.29,30

Η πολύπλοκη παθοφυσιολογία της παχυσαρκίας φαίνεται ότι ευθύνεται γι’ αυτή την ανάκτηση βάρους. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η απώλεια βάρους που προκαλείται από θερμιδικό περιορισμό μπορεί να μεταβάλει τις ορμόνες που ρυθμίζουν την όρεξη και να επιβραδύνει το μεταβολισμό, μέσω μιας διαδικασίας γνωστής ως μεταβολική προσαρμογή (προσαρμοστική θερμογένεση). Δηλαδή, όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να χάσουν βάρος μέσω μιας δίαιτας μειωμένων θερμίδων, το σώμα τους προσπαθεί να λειτουργήσει ενάντια σε αυτές τις προσπάθειες, μεταβάλλοντας τις ορμόνες που εμπλέκονται στην πείνα και τον κορεσμό (αύξηση της ορμόνης της πείνας και μείωση των ορμονών κορεσμού), καθώς και μειώνοντας την ενεργειακή δαπάνη.31

Η προσαρμοστική θερμογένεση συμβάλλει στην επαναπρόσληψη του σωματικού βάρους

Η προσαρμοστική θερμογένεση συμβάλλει στην επαναπρόσληψη του σωματικού βάρους
1. Bays H, Golden A, Tondt J. Obesity Pillars. 2022;3:100034. 2. Melby CL, et al. Nutrients. 2017;9(5):468.

Αυτές οι μελέτες εξηγούν τις φυσιολογικές αλλαγές που συμβαίνουν στο σώμα κατά τη διάρκεια προσπαθειών απώλειας βάρους με δίαιτα, και που τελικά καθιστούν δύσκολη τη διατήρηση αυτής της απώλειας με την πάροδο του χρόνου σε άτομα με παχυσαρκία.

 

Δείκτες ελέγχου σωματικού βάρους

  • Δείκτης μάζα σώματος (Δ.Μ.Σ.)

Ο Δ.Μ.Σ. ορίζεται ως το βάρος ενός ατόμου (Kg) διαιρούμενο με το τετράγωνο του ύψους του (m2). Δ.Μ.Σ.= Kg/m2

Ο Δ.Μ.Σ. προσφέρει ένα εύκολο, ευρέως διαθέσιμο και χαμηλού κόστους εργαλείο ελέγχου για την αξιολόγηση της υγείας.

Ταξινόμηση βάρους με βάση τον Δ.Μ.Σ.

Φυσιολογικό βάρος(BMI 18,5 με 24,9 kg)

Φυσιολογικό βάρος(BMI 18,5 με 24,9 kg )

Υπολογίστε τον Δείκτη Μάζας Σώματος

ft
in
lbs
cm
kg

Όπως κάθε άλλο εργαλείο ελέγχου, εάν ο Δ.Μ.Σ. βρίσκεται σε μη φυσιολογικό εύρος, το επόμενο βήμα είναι η κλινική κρίση, με ή χωρίς πρόσθετο διαγνωστικό μέτρο. Και, αν και χρησιμοποιείται συνήθως στην κλινική πρακτική, η μέτρηση του Δ.Μ.Σ. έχει ορισμένους περιορισμούς.32

    • Δεν λαμβάνει υπόψη τη σύνθεση του σώματος: τις σχετικές αναλογίες λίπους και άπαχου ιστού.
    • Δεν παρέχει πληροφορίες σχετικά με υπάρχουσες επιπλοκές που σχετίζονται με την παχυσαρκία.
    • Δεν λαμβάνει υπόψη την ηλικία, το φύλο και τις φυλετικές διαφορές στη σύνθεση του σώματος.
  • Περίμετρος μέσης (Π.Μ.)

Δεδομένων των περιορισμών του Δ.Μ.Σ. και της αδυναμίας του να υπολογίσει τη σύνθεση του σώματος, η περίμετρος μέσης (Π.Μ.)  χρησιμοποιείται μερικές φορές για τη μέτρηση της παχυσαρκίας. Η Π.Μ. ήταν ένα από τα πρώτα μέσα ποσοτικοποίησης της κατανομής του σωματικού λίπους και ορισμένες κλινικές κατευθυντήριες γραμμές έχουν συστήσει τη μέτρησή της για την παροχή πρόσθετων πληροφοριών σχετικά με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Αυτό το μέτρο συσχετίζεται στενά με τον σπλαχνικό λιπώδη ιστό. Ο σπλαχνικός λιπώδης ιστός βρίσκεται βαθιά μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα και περιβάλλει σημαντικά όργανα, συμπεριλαμβανομένου του στομάχου, του ήπατος και των εντέρων. Οι υπερβολικές ποσότητες σπλαχνικού λιπώδους ιστού συσχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου και Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2.

Άλλες μετρήσεις μπορούν να εξεταστούν κατά την κρίση του κλινικού ιατρού, εάν τα αποτελέσματα του Δ.Μ.Σ., της Π.Μ. και της φυσικής εξέτασης είναι διφορούμενα ή απαιτούν περαιτέρω αξιολόγηση.33

Θεραπευτική προσέγγιση ατόμων με υπερβολικό βάρος ή παχυσαρκία

Κατά τη θεραπεία ατόμων με υπερβολικό βάρος ή παχυσαρκία, ο πρωταρχικός θεραπευτικός στόχος θα πρέπει να είναι η βελτίωση της υγείας τους με την πρόληψη ή τη θεραπεία επιπλοκών που σχετίζονται με την παχυσαρκία. Είναι σημαντικό κατά την ανάπτυξη ενός σχεδίου θεραπείας διαχείρισης βάρους να αξιολογούνται οι ασθενείς για κινδύνους και επιπλοκές που σχετίζονται με την παχυσαρκία. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει για παράδειγμα την παραπομπή του ασθενούς στον γιατρό για πιθανές ενδοκρινικές παθήσεις ή την αντιμετώπιση αιτιών, όπως η κατάθλιψη ή η προκαλούμενη από φάρμακα αύξηση βάρους.

Αρκετές κατευθυντήριες οδηγίες για τη διαχείριση της παχυσαρκίας συνιστούν μια πολυπαραγοντική προσέγγιση για τη θεραπεία της παχυσαρκίας. Αυτή περιλαμβάνει ολοκληρωμένη τροποποίηση/παρέμβαση στον τρόπο ζωής ως βάση, συμπληρωματική φαρμακοθεραπεία κατά της παχυσαρκίας ή / και όταν χρειάζεται βαριατρική χειρουργική επέμβαση.32 Η διατήρηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής παραμένει ζωτικής σημασίας ακόμη και μετά τη θεραπεία.

  • Τροποποίηση/παρέμβαση στον τρόπο ζωής είναι το πρώτο βήμα στη διαχείριση της παχυσαρκίας. Συμπεριλαμβάνει32

    • Διατροφή
    • Σωματική δραστηριότητα
    • Συμπεριφορική θεραπεία

Η παρέμβαση στον τρόπο ζωής ποικίλλει για κάθε άτομο. Οι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να συνεργάζονται με τους ασθενείς τους για να καθορίσουν κατάλληλα σχήματα τροποποίησης του τρόπου ζωής με βάση τις ατομικές ανάγκες.

Η τακτική σωματική δραστηριότητα έχει οφέλη για την υγεία πέρα από την απώλεια βάρους για τα άτομα με υπερβολικό βάρος / παχυσαρκία.

 

  • Χαμηλότερος καρδιακός ρυθμός και αρτηριακή πίεση
  • Μειωμένη φλεγμονή του μυοκαρδίου και της αθηρωματικής πλάκας

  • Μικρότερος κίνδυνος εμφάνισης και υποτροπής του καρκίνου
  • Αυξημένη αποτελεσματικότητα της αντικαρκινικής θεραπείας

  • Λιγότερος χρόνος για την έλευση του ύπνου και λιγότερος χρόνος αφύπνισης κατά την διάρκεια της νύχτας
  • Ενδεχόμενο μείωσης των υπναγωγών φαρμάκων

  • Χαμηλότερος κίνδυνος άνοιας, κατάθλιψης και άγχους
  • Βελτιωμένη διάθεση

  • Βελτιωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη και βελτίωση των λιπιδίων του αίματος
  • Μειωμένη υπεργλυκαιμία

  • Βελτιωμένη ισχύς μυών και συνδέσμων
  • Βελτιωμένη ισορροπία και συντονισμός

Bays H, Golden A, Tondt J. Obesity Pillars. 2022;3:100034.

Ο ρόλος της σωματικής δραστηριότητας στη διαχείριση του βάρους είναι διπλός: να υποστηρίξει την απώλεια βάρους και να διατηρήσει τη μυϊκή μάζα. Ο συνδυασμός της διατροφής και της αυξημένης σωματικής δραστηριότητας γενικά οδηγεί σε μεγαλύτερη απώλεια βάρους από ότι κάθε μέθοδος ξεχωριστά. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι η ανταπόκριση κάθε ατόμου είναι διαφορετική.19

Το τρίτο συστατικό της παρέμβασης στον τρόπο ζωής είναι η συμπεριφορική θεραπεία. Διάφοροι παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν το διατροφικό πρότυπο, συμπεριλαμβανομένου του ψυχικού στρες, της συναισθηματικής κατάστασης, των περιβαλλοντικών επιδράσεων και πιθανής έλλειψης πληροφόρησης. Διατροφικές διαταραχές όπως η ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση τροφής, η νευρική βουλιμία και το σύνδρομο νυχτερινής κατανάλωσης φαγητού μπορούν επίσης να έχουν αντίκτυπο.

  • Φαρμακευτική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας

Τα φάρμακα κατά της παχυσαρκίας μπορούν να θεωρηθούν ότι βοηθούν τους ασθενείς να επιτύχουν συγκεκριμένους στόχους απώλειας βάρους και υγείας, συμπληρωματικά με την ολοκληρωμένη παρέμβαση στον τρόπο ζωής. Ενδείκνυνται για άτομα που έχουν κίνητρο να χάσουν βάρος και έχουν δείκτη μάζας σώματος (Δ.Μ.Σ.) μεγαλύτερο ή ίσο με 30 kg / m2 ή Δ.Μ.Σ. μεγαλύτερο ή ίσο με 27 kg / m2 και με τουλάχιστον μία συννοσηρότητα που σχετίζεται με την παχυσαρκία (π.χ. διαβήτης τύπου 2, υπέρταση, υπερλιπιδαιμία ή αποφρακτική άπνοια ύπνου).32

Πριν γίνει έναρξη ενός φαρμάκου για την απώλεια βάρους, είναι σημαντικό οι επαγγελματίες υγείας να συζητήσουν με τους ασθενείς ότι η παχυσαρκία είναι μια χρόνια ασθένεια και ότι η διατήρηση του αποτελέσματος προϋποθέτει μακροχρόνια λήψη της αγωγής.32

  • Βαριατρική χειρουργική

Η βαριατρική χειρουργική επέμβαση οδηγεί σε μεγαλύτερη βελτίωση των αποτελεσμάτων απώλειας βάρους και των επιπλοκών που σχετίζονται με το βάρος σε σύγκριση με τις μη χειρουργικές επεμβάσεις. Η βαριατρική χειρουργική επέμβαση θα πρέπει να εξετάζεται σε ασθενείς που έχουν κίνητρο, αλλά δεν έχουν επιτύχει επαρκή απώλεια βάρους μετά από συμπεριφορική θεραπεία, με ή χωρίς φαρμακοθεραπεία.

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες, η βαριατρική χειρουργική συνιστάται για άτομα με Δ.Μ.Σ.:34

  • ≥35 kg/m2 ανεξάρτητα από την παρουσία, την απουσία ή τη σοβαρότητα των συννοσηροτήτων
  • 30–34,9 kg/m2 με μεταβολική νόσο

Στιγματισμός και μεροληψία

ΔΙAΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ Μεταβολική προσαρμογή

Οι άνθρωποι με παχυσαρκία ή υπερβολικό βάρος αντιμετωπίζουν δύσκολες προκλήσεις κάθε μέρα, λόγω του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζονται από άλλους ανθρώπους. Τα στερεότυπα ή/και οι προκαταλήψεις γύρω από το υπερβάλλον βάρος ή την παχυσαρκία οδηγούν σε αυτές τις αρνητικές στάσεις.35

Το στίγμα της παχυσαρκίας αναφέρεται σε ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν αποκλεισμό και περιθωριοποίηση και να οδηγήσουν σε ανισότητες – για παράδειγμα, όταν τα άτομα με παχυσαρκία υφίστανται διακρίσεις στο χώρο εργασίας, σε κοινωνικά ή εκπαιδευτικά περιβάλλοντα, ακόμα και στο χώρο της υγείας.

Μπορεί να είναι δύσκολο να ξεφύγουμε από την ιδέα ότι κάθε άτομο είναι πλήρως υπεύθυνο για το βάρος του. Υπάρχει ευρέως διαδεδομένη εσφαλμένη αντίληψη ότι η υπερβολική κατανάλωση τροφής και η έλλειψη άσκησης είναι οι κύριες αιτίες της παχυσαρκίας. Με βάση αυτή την υπόθεση, η κοινωνία ρίχνει την πλήρη ευθύνη για την παχυσαρκία στους ώμους ενός ατόμου. Ωστόσο, δεκαετίες επιστημονικής έρευνας μας λένε ότι αυτό είναι απλά λάθος. Υπάρχει ανάγκη να καταρριφθεί αυτός ο μύθος και να εξεταστούν οι πραγματικές αιτίες του υπερβάλλοντος βάρους.

Τελικά, πόσο σίγουροι είμαστε ότι ένα άτομο με παχυσαρκία είναι προσωπικά υπεύθυνο για το υπερβάλλον βάρος του;  Ή ότι η παχυσαρκία προκαλείται από υπερκατανάλωση τροφής και έλλειψη επαρκούς άσκησης; Η μη απώλεια βάρους είναι ένδειξη έλλειψης θέλησης;

Μεροληψία μπορούμε να βρούμε σε κινούμενα σχέδια, ταινίες, διαφημίσεις και ειδήσεις. Έρευνες δείχνουν ότι οι χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων αυξημένου μεγέθους απεικονίζονται διαφορετικά σε σύγκριση με άλλους τύπους σώματος. Είναι πολύ πιο πιθανό να απεικονιστούν ως μη ελκυστικοί, μη έξυπνοι ή δυστυχισμένοι. Είναι επίσης πιο πιθανό να τρώνε πρόχειρο φαγητό ή να είναι σωματικά επιθετικοί.3 

Οι εικόνες μπορεί να επηρεάσουν την αντίληψή μας για τα άτομα με υπερβάλλον βάρος. Μπορούν να ενισχύσουν την ιδέα ότι οι άνθρωποι που ζουν με παχυσαρκία τρώνε υπερβολικά και είναι τεμπέληδες, λιγότερο ικανοί, απείθαρχοι και λιγότερο παραγωγικοί. Αντίθετα, οι αδύνατοι άνθρωποι θεωρούνται αυτόματα δραστήριοι, υγιείς και εργατικοί.3

Η παχυσαρκία δεν έχει μόνο ένα αίτιο. Ούτε υπάρχει μόνο μία προσέγγιση για την αντιμετώπισή της. Τα άτομα με παχυσαρκία αξίζουν ολοκληρωμένη φροντίδα.
Το πρώτο βήμα; Η αναγνώριση και κατανόηση της νόσου.

Η παχυσαρκία έχει πολυπαραγοντική προσέλευση. Παράγοντες βιολογικοί, γενετικοί, συμπεριφορικοί, περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί και πολιτισμικοί μπορεί να είναι η αιτία. Όπως πολλές χρόνιες ασθένειες, η παχυσαρκία έχει σημαντικό αντίκτυπο στο άτομο που ζει με αυτήν και στους ανθρώπους γύρω του. Και όπως και σε άλλες χρόνιες νόσους, απαιτείται ολοκληρωμένη φροντίδα.

Εξαιτίας της προκατάληψης και του στιγματισμού η παχυσαρκία δεν διαγιγνώσκεται ούτε αντιμετωπίζεται πάντα κατάλληλα ενώ οι διαθέσιμες θεραπείες πολλές φορές δεν αποζημιώνονται. Η καλύτερη κατανόηση της παχυσαρκίας και η αποδοχή της ως χρόνιας νόσου θα οδηγήσει τις μελλοντικές εξελίξεις.

Η ζωή με την παχυσαρκία μπορεί να συνοδεύεται από σωματικούς περιορισμούς, μπορεί να επηρεάσει την ψυχική υγεία και σχετίζεται με περισσότερες από 200 επιπλοκές. Οι άνθρωποι που αγωνίζονται με την παχυσαρκία μπορεί να αισθάνονται αβοήθητοι μετά από ανεπιτυχείς προσπάθειες να χάσουν βάρος εξαιτίας παραγόντων εντελώς εκτός του ελέγχου τους ή μπορεί να παγιδεύονται σε έναν αέναο κύκλο απώλειας βάρους και ανάκτησης. Μπορεί ακόμη και να βιώνουν χαμηλότερη ποιότητα ζωής, λιγότερη παραγωγικότητα στην εργασία και μεγαλύτερο ιατρικό κόστος.

Οι τροποποιήσεις στον τρόπο ζωής, συμπεριλαμβανομένων των διατροφικών και συμπεριφορικών τροποποιήσεων και της αυξημένης σωματικής δραστηριότητας, είναι σημαντικά βήματα για την απώλεια βάρους, αλλά συχνά ανεπαρκή από μόνα τους. Σήμερα υπάρχει η δυνατότητα υποστήριξης των ανθρώπων με εργαλεία όπως η εντατική συμπεριφορική θεραπεία, τα φάρμακα κατά της παχυσαρκίας και οι χειρουργικές επεμβάσεις που τους επιτρέπουν να ελέγχουν την νόσο τους.

Βιβλιογραφία

  1. https://obesitymedicine.org/definition-of-obesity/ (Accessed May 04, 2023)
  2. Puhl RM, Brownell KD. Confronting and coping with weight stigma: an investigation of overweight and obese adults. Obesity (Silver Spring). 2006;14(10):1802-1815. doi:10.1038/oby.2006.208
  3. Wharton S, Lau DCW, Vallis M, et al. Obesity in adults: a clinical practice guideline. CMAJ. 2020;192(31):E875-E891. doi:10.1503/cmaj.191707
  4. Spiegelman BM, Flier JS. Obesity and the regulation of energy balance. Cell. 2001;104(4):531-543. doi:10.1016/s0092-8674(01)00240-9
  5. Bays HE, Golden A, Tondt J. Thirty obesity myths, misunderstandings, and/or oversimplifications: An Obesity Medicine Association (OMA) Clinical Practice Statement (CPS) 2022. Obesity pillars. 2022;3:100034. doi: 10.1016/j.obpill.2022.100034
  6. Jackson SE, Llewellyn CH, Smith L. The obesity epidemic – Nature via nurture: A narrative review of high-income countries. SAGE Open Med. 2020;8:2050312120918265. doi:10.1177/2050312120918265
  7. Woessner MN, Tacey A, Levinger-Limor A, Parker AG, Levinger P, Levinger I. The evolution of technology and physical inactivity: The good, the bad, and the way forward. Front Public Health. 2021;9:655491. doi:10.3389/fpubh.2021.655491
  8. Karam J, McFarlane S. Secondary causes of obesity. Therapy. 2007;4(5):641-650. doi:10.2217/14750708.4.5.641
  9. Kozakowski J, Gietka-Czernel M, Leszczyńska D, Majos A. Obesity in menopause – our negligence or an unfortunate inevitability? Prz Menopauzalny. 2017;16(2):61-65. doi:10.5114/pm.2017.68594
  10. Covassin N, Singh P, McCrady-Spitzer SK, et al. Effects of experimental sleep restriction on energy intake, energy expenditure, and visceral obesity. J Am Coll Cardiol. 2022;79(13):1254-1265. doi:10.1016/j.jacc.2022.01.038
  11. Knutson KL, Spiegel K, Penev P, Van Cauter E. The metabolic consequences of sleep deprivation. Sleep Med Rev. 2007;11(3):163-178. doi:10.1016/j.smrv.2007.01.002
  12. McHill AW, Wright KP Jr. Role of sleep and circadian disruption on energy expenditure and in metabolic predisposition to human obesity and metabolic disease. Obes Rev. 2017;18 Suppl 1:15-24. doi:10.1111/obr.12503
  13. Luppino FS, de Wit LM, Bouvy PF, et al. Overweight, obesity, and depression: a systematic review and meta-analysis of longitudinal studies. Arch Gen Psychiatry. 2010;67(3):220-229. doi:10.1001/archgenpsychiatry.2010.2
  14. Konttinen H, van Strien T, Männistö S, Jousilahti P, Haukkala A. Depression, emotional eating and long-term weight changes: a population-based prospective study. Int J Behav Nutr Phys Act. 2019;16(1):28. doi:10.1186/s12966-019-0791-8
  15. Roshanaei-Moghaddam B, Katon WJ, Russo J. The longitudinal effects of depression on physical activity. Gen Hosp Psychiatry. 2009;31(4):306-315. doi:10.1016/j.genhosppsych.2009.04.002
  16. Jantaratnotai N, Mosikanon K, Lee Y, McIntyre RS. The interface of depression and obesity. Obes Res Clin Pract. 2017;11(1):1-10. doi:10.1016/j.orcp.2016.07.003
  17. Rueda-Clausen CF, Poddar M, Lear SA, Poirier P, Sharma AM. Canadian Adult Obesity Clinical Practice guidelines: assessment of people living with obesity. Updated August 04, 2020. Accessed March 01, 2023. https://obesitycanada.ca/guidelines/assessment
  18. Loos RJF, Yeo GSH. The genetics of obesity: from discovery to biology. Nat Rev Genet. 2022;23(2):120-133. doi:10.1038/s41576-021-00414-z
  19. Stunkard, A.J. et al. (1990). The Body-Mass Index of Twins Who Have Been Reared Apart. New England Journal of Medicine, 322, pp. 1483-1487.
  20. Yengo L, Sidorenko J, Kemper KE, et al. Meta-analysis of genome-wide association studies for height and body mass index in ∼700000 individuals of European ancestry. Hum Mol Genet. 2018;27(20):3641-3649. doi:10.1093/hmg/ddy271
  21. Dashti HS, Miranda N, Cade BE, et al. Interaction of obesity polygenic score with lifestyle risk factors in an electronic health record biobank. BMC Med. 2022;20(1):5. doi:10.1186/s12916-021-02198-9
  22. Tran LT, Park S, Kim SK, Lee JS, Kim KW, Kwon O. Hypothalamic control of energy expenditure and thermogenesis. Exp Mol Med. 2022;54:358–369. doi:10.1038/s12276-022-00741-z
  23. Argmann CA, Champy MF, Auwerx J. Evaluation of energy homeostasis. Curr Protoc Mol Biol. 2006;29: 29B.1. doi:10.1002/0471142727.mb29b01s73
  24. Maclean PS, Bergouignan A, Cornier MA, Jackman MR. Biology’s response to dieting: the impetus for weight regain. Am J Physiol Regul Integr Comp Physiol. 2011;301(3):R581-600. doi:10.1152/ajpregu.00755.2010
  25. Trexler ET, Smith-Ryan AE, Norton LE. Metabolic adaptation to weight loss: implications for the athlete. J Int Soc Sports Nutr. 2014;11(1):7. doi:10.1186/1550-2783-11-7
  26. Psota T, Chen KY. Measuring energy expenditure in clinical populations: rewards and challenges. Eur J Clin Nutr. 2013;67(5):436-442. doi:10.1038/ejcn.2013.38
  27. National Research Council (US) Committee on Diet and Health. Diet and Health: Implications for reducing chronic disease risk. Washington (DC): National Academies Press (US); 1989. 6, Calories: Total Macronutrient Intake, Energy Expenditure, and Net Energy Stores. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/books/NBK218769/
  28. Cifuentes L, Acosta A. Homeostatic regulation of food intake. Clin Res Hepatol Gastroenterol. 2022;46(2):101794. doi:10.1016/j.clinre.2021.101794
  29. Nicklas JM, Huskey KW, Davis RB, Wee CC. Successful weight loss among obese U.S. adults. Am J Prev Med. 2012;42(5):481-485.
  30. Hall KD, Kahan S. Maintenance of lost weight and long-term management of obesity. Med Clin North Am. 2018;102(1):183-197.
  31. Sumithran P, Prendergast LA, Delbridge E, et al. Long-term persistence of hormonal adaptations to weight loss. N Engl J Med. 2011;365(17):1597-604. doi:10.1056/NEJMoa1105816
  32. Tchang BG, Saunders KH, Igel LI. Best Practices in the Management of Overweight and Obesity. Med Clin North Am. 2021;105(1):149-174. doi:10.1016/j.mcna.2020.08.018
  33. Waist circumference and waist-hip ratio: report of a WHO expert consultation. Published December 2008. Accessed March 1, 2023. https://www.who.int/publications/i/item/9789241501491
  34. Eisenberg D, Shikora SA, Aarts E, et al. 2022 American Society for Metabolic and Bariatric Surgery (ASMBS) and International Federation for the Surgery of Obesity and Metabolic Disorders (IFSO): Indications for metabolic and bariatric surgery. Surg Obes Relat Dis. 2022;18(12):1345-1356. doi:10.1016/j.soard.2022.08.013
  35. Weight bias and obesity stigma: considerations for the WHO European Region. Regional office for World Health Organization; Europe. Accessed December 20, 2022. https://www.euro.who.int/__data/assets/pdf_file/0017/351026/WeightBias.pdf
  36. Puhl RM, Heuer CA. The stigma of obesity: a review and update. Obesity (Silver Spring). 2009;17(5):941-964. doi:10.1038/oby.2008.636

Obesity_website_09-24